Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπρόκολο τα μπρόκολα
      γενική του μπρόκολου των μπρόκολων
    αιτιατική το μπρόκολο τα μπρόκολα
     κλητική μπρόκολο μπρόκολα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
μπρόκολο

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπρόκολο < (άμεσο δάνειο) ιταλική broccolo, υποκοριστικό του brocco (βλαστάρι) < λατινική broccus / brochus (αιχμηρός) < γαλατικά < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bhr̥- (αιχμηρός)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈbɾo.ko.lo/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπρόκολο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία