Δείτε επίσης: μπράβο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπράβος οι μπράβοι
      γενική του μπράβου των μπράβων
    αιτιατική τον μπράβο τους μπράβους
     κλητική μπράβε μπράβοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπράβος < μεσαιωνική ελληνική μπράβος < ιταλική bravo < δημώδης λατινική *bravus < λατινική pravus («φαύλος, διεστραμμένος, πο­νηρός (με σημασιολογική βελτίωση)»)[1] ή < δημώδης λατινική *brabus < λατινική barbarus[1] < αρχαία ελληνική βάρβαρος (αντιδάνειο))

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈbɾa.vos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπρά‐βος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπράβος αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.