Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπουκιά οι μπουκιές
      γενική της μπουκιάς των μπουκιών
    αιτιατική την μπουκιά τις μπουκιές
     κλητική μπουκιά μπουκιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπουκιά < μπούκα + -ιά < βενετική buca (στόμιο, άνοιγμα) & boca (στόμα) < λατινική bucca (μάγουλο) < κελτικά. Δείτε και τη μεσαιωνική βουκιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπουκιά θηλυκό (& βουκιά)

  1. μέρος τροφής που αντιστοιχεί στη χωρητικότητα του στόματος και που καταπίνουμε μονομιάς
     συνώνυμα: βλωμός, βούκα
  2. (μεταφορικά) πολύ μικρή ποσότητα
    ※  Παιδιά δεν είχε, σκυλιά δεν είχε, μια μπουκιά φαΐ έτρωγε. (Λεία Χατζοπούλου-Καραβία, Οι συννυφάδες)
  3. (μεταφορικά) μικρόσωμος

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία