Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπιρμπίλι < (άμεσο δάνειο) τουρκική bülbül < περσική بلبل (bolbol)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπιρμπίλι ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία