Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπεκρής οι μπεκρήδες
      γενική του μπεκρή των μπεκρήδων
    αιτιατική τον μπεκρή τους μπεκρήδες
     κλητική μπεκρή μπεκρήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπεκρής < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική بكری (bekri) [1] < περσική بکروی‎ (bakrawī) < Μπεκρή Μουσταφά (Bekri Mustafa), μέθυσος που έζησε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του σουλτάνου Μουράτ Δ΄ (1612‑1640) [2]

Κατά μία άποψη,[3] κληρονομημένο από τη μεσαιωνική ελληνική όπως προκύπτει από το μεσαιωνικό μπεκριλίκιν < και δείτε παραπάνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπεκρής αρσενικό (θηλυκό μπεκρού και μπέκρω)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. μπεκρής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Giese, F., “Bekrī Muṣṭafā Ag̲h̲a”, in: Encyclopaedia of Islam, Second Edition, Edited by: P. Bearman, Th. Bianquis, C.E. Bosworth, E. van Donzel, W.P. Heinrichs.
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.