Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπαρούτι τα μπαρούτια
      γενική του μπαρουτιού των μπαρουτιών
    αιτιατική το μπαρούτι τα μπαρούτια
     κλητική μπαρούτι μπαρούτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπαρούτι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική باروت (τουρκική barut) < περσική باروت (bârut) < ελληνιστική κοινή πυρίτης < πῦρ (αντιδάνειο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *péh₂ur

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /baˈɾu.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπα‐ρού‐τι
ομόηχο: μπαρούτη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπαρούτι ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία