μπαρούτι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπαρούτι | τα | μπαρούτια |
γενική | του | μπαρουτιού | των | μπαρουτιών |
αιτιατική | το | μπαρούτι | τα | μπαρούτια |
κλητική | μπαρούτι | μπαρούτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπαρούτι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική باروت (τουρκική barut) < περσική باروت (bârut) < ελληνιστική κοινή πυρίτης < πῦρ (αντιδάνειο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *péh₂ur
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /baˈɾu.ti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐ρού‐τι
- ομόηχο: μπαρούτη
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπαρούτι ουδέτερο
- η πυρίτιδα
- ※ (…) ήταν αδύνατον να γίνουν μάχες, μόνο ο απόηχος έφτανε ως εδώ, (…) και τα μπαρούτια είχαν γίνει ανάρπαστα (Ιωάννα Καρυστιάνη, Μικρά Αγγλία)
- (Χρειάζεται επεξεργασία) *
- (Χρειάζεται επεξεργασία) *)
Άλλες μορφές επεξεργασία
- μπαρούτη (θηλυκό, σπανιότερο)
Εκφράσεις επεξεργασία
- με κάνει μπαρούτι: με κάνει να θυμώνω τόσο πολύ, ώστε να κοντεύω να εκραγώ
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπαρούτι
→ δείτε τη λέξη πυρίτιδα |
Πηγές επεξεργασία
- μπαρούτι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μπαρουτ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)