Δείτε επίσης: ζῦθος, ζύθος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπίρα οι μπίρες
      γενική της μπίρας
    αιτιατική την μπίρα τις μπίρες
     κλητική μπίρα μπίρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Η μπίρα όπως πρέπει να γράφεται!

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπίρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική birra < γερμανική Bier < πρωτογερμανική *beuzą (μπίρα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰews-, *bheus- (ίζημα, κατακάθι)
 
Ένα παγωμένο ποτήρι μπίρα.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈbi.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπί‐ρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπίρα θηλυκό

Άλλες γραφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία