Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπάντα οι μπάντες
      γενική της μπάντας
    αιτιατική την μπάντα τις μπάντες
     κλητική μπάντα μπάντες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπάντα < (άμεσο δάνειο) ιταλική banda[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈban.da/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπά‐ντα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπάντα θηλυκό

  1. πλευρό, πλάϊ
    το καράβι γέρνει από την δεξιά μπάντα
    τράβα στη μπάντα (κάνε στην άκρη, πήγαινε στην άκρη)
  2. απόμερη θέση
  3. ορχήστρα χάλκινων οργάνων
    Την Κυριακή θα ακούσουμε την μπάντα
  4. εργόχειρο ή ύφασμα κρεμασμένο στον τοίχο
    άλλη μορφή: πάντα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία