Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μούρη οι μούρες
      γενική της μούρης
    αιτιατική τη μούρη τις μούρες
     κλητική μούρη μούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μούρη < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μούρη < ιταλική murri, πληθυντικός αριθμός του murro (διαλεκτικό, μουσούδι) < δημώδης λατινική *murrum (μουσούδα, ρύγχος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μούρη θηλυκό

  1. (συνήθως μειωτικό) το ανθρώπινο πρόσωπο
     συνώνυμα: μούτρο, φάτσα
  2. (κατ’ επέκταση, μεταφορικά) το μπροστά μέρος οχημάτων ή αντικειμένων

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία