μουστάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μουστάκι | τα | μουστάκια |
γενική | του | μουστακιού | των | μουστακιών |
αιτιατική | το | μουστάκι | τα | μουστάκια |
κλητική | μουστάκι | μουστάκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μουστάκι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μουστάκι(ν) < ελληνιστική κοινή μουστάκιον < αρχαία ελληνική μύσταξ [1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mendʰ- (μασάω)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /muˈsta.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μου‐στά‐κι
Ουσιαστικό επεξεργασία
μουστάκι ουδέτερο
- το τρίχωμα στο άνω χείλος (ανθρώπων, ζώων ή φυτών)
- ↪ τα μουστάκια της γάτας / του ψαριού, τα μουστάκια του καλαμποκιού
- (μεταφορικά) ίχνη γύρω από τα χείλη μας από κάτι που φάγαμε ή ήπιαμε
- (μεταφορικά) άγανο (οι βελονοειδείς απολήξεις του σταχυού)
Εκφράσεις επεξεργασία
- γελάν και τα μουστάκια μου
- γελάω κάτω από τα μουστάκια μου
- θα φάμε τα μουστάκια μας]
- όταν βγάλει το αυγό μουστάκι
Συγγενικά επεξεργασία
- Λέξεις με μουστακ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- μουστάκι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
μουστάκι
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μουστάκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μουστάκι
- άλλη μορφή του μουστάκιν → δείτε και τη λέξη μουστάκιον
- άλλες μορφές: μουσθάκι