Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μουσκεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μουσκεύω > μοσκεύω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μοσχεύω (μεταφυτεύω παραφυάδα)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /muˈsce.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μου‐σκεύ‐ω

  Ρήμα επεξεργασία

μουσκεύω, αόρ.: μούσκεψα, παθ.φωνή: μουσκεύομαι, π.αόρ.: μουσκεύτηκα, μτχ.π.π.: μουσκεμένος

  1. (μεταβατικό) καταβρέχω κάτι ή το βάζω σε νερό ή άλλο υγρό ώστε να ποτιστεί με αυτό
  2. (αμετάβατο) βρέχομαι πάρα πολύ με νερό ή άλλο υγρό

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μουσκεύω < τύπος μοσκεύω με τροπή [o] < [u] < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μοσχεύω (μεταφυτεύω παραφυάδα) με τροπή [sx] > [sk][1]

  Ρήμα επεξεργασία

μουσκεύω

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία