Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μουσική οι μουσικές
      γενική της μουσικής των μουσικών
    αιτιατική τη μουσική τις μουσικές
     κλητική μουσική μουσικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μουσική < αρχαία ελληνική μουσική (τέχνη που προστατεύεται από τις Μούσες) , λόγιο ενδογενές δάνειο: ιταλική musica και από τη γαλλική musique < λατινική musica < αρχαία ελληνική μουσική[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mu.siˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μου‐σι‐κή
ομόηχο: μουσικοί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μουσική θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → και δείτε τη λέξη μούσα

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

μουσική

  Αναφορές επεξεργασία