μουντζώνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /munˈd͡zo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μουν‐τζώ‐νω
Ρήμα επεξεργασία
μουντζώνω
- δίνω μια μούντζα, κάνω σε κάποιον τη χειρονομία αυτή
- (μεταφορικά) δείχνω αδιαφορία για κάτι, εγκαταλείπω κάτι που μου φαίνεται άσκοπο
- ↪ τα μούντζωσε όλα και την κοπάνησε για άγνωστη κατεύθυνση
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μουντζώνω | μούντζωνα | θα μουντζώνω | να μουντζώνω | μουντζώνοντας | |
β' ενικ. | μουντζώνεις | μούντζωνες | θα μουντζώνεις | να μουντζώνεις | μούντζωνε | |
γ' ενικ. | μουντζώνει | μούντζωνε | θα μουντζώνει | να μουντζώνει | ||
α' πληθ. | μουντζώνουμε | μουντζώναμε | θα μουντζώνουμε | να μουντζώνουμε | ||
β' πληθ. | μουντζώνετε | μουντζώνατε | θα μουντζώνετε | να μουντζώνετε | μουντζώνετε | |
γ' πληθ. | μουντζώνουν(ε) | μούντζωναν μουντζώναν(ε) |
θα μουντζώνουν(ε) | να μουντζώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μούντζωσα | θα μουντζώσω | να μουντζώσω | μουντζώσει | ||
β' ενικ. | μούντζωσες | θα μουντζώσεις | να μουντζώσεις | μούντζωσε | ||
γ' ενικ. | μούντζωσε | θα μουντζώσει | να μουντζώσει | |||
α' πληθ. | μουντζώσαμε | θα μουντζώσουμε | να μουντζώσουμε | |||
β' πληθ. | μουντζώσατε | θα μουντζώσετε | να μουντζώσετε | μουντζώστε | ||
γ' πληθ. | μούντζωσαν μουντζώσαν(ε) |
θα μουντζώσουν(ε) | να μουντζώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μουντζώσει | είχα μουντζώσει | θα έχω μουντζώσει | να έχω μουντζώσει | ||
β' ενικ. | έχεις μουντζώσει | είχες μουντζώσει | θα έχεις μουντζώσει | να έχεις μουντζώσει | ||
γ' ενικ. | έχει μουντζώσει | είχε μουντζώσει | θα έχει μουντζώσει | να έχει μουντζώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μουντζώσει | είχαμε μουντζώσει | θα έχουμε μουντζώσει | να έχουμε μουντζώσει | ||
β' πληθ. | έχετε μουντζώσει | είχατε μουντζώσει | θα έχετε μουντζώσει | να έχετε μουντζώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μουντζώσει | είχαν μουντζώσει | θα έχουν μουντζώσει | να έχουν μουντζώσει |
|
Άλλες γραφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μουντζώνω
|