μουγκρητό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μουγκρητό < μουγκρ(ίζω) + -ητό < ελληνιστική κοινή μουγκρίζω < (ηχομιμητική λέξη)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μουγκρητό ουδέτερο
- (φωνή ζώου) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μουγκρίζω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μουγκρίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
μουγκρητό
|