μοσκοκαρυδιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μοσκοκαρυδιά | οι | μοσκοκαρυδιές |
γενική | της | μοσκοκαρυδιάς | των | μοσκοκαρυδιών |
αιτιατική | τη | μοσκοκαρυδιά | τις | μοσκοκαρυδιές |
κλητική | μοσκοκαρυδιά | μοσκοκαρυδιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
μοσκοκαρυδιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο) → δείτε τη λέξη μοσχοκαρυδιά