Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μορφωτικός η μορφωτική το μορφωτικό
      γενική του μορφωτικού της μορφωτικής του μορφωτικού
    αιτιατική τον μορφωτικό τη μορφωτική το μορφωτικό
     κλητική μορφωτικέ μορφωτική μορφωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μορφωτικοί οι μορφωτικές τα μορφωτικά
      γενική των μορφωτικών των μορφωτικών των μορφωτικών
    αιτιατική τους μορφωτικούς τις μορφωτικές τα μορφωτικά
     κλητική μορφωτικοί μορφωτικές μορφωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μορφωτικός < μόρφωση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /moɾ.fo.tiˈkos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /moɾ.fo.tiˈci/ θηλυκό
ΔΦΑ : /moɾ.fo.tiˈko/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

μορφωτικός, -ή, -ό

  • που ανήκει ή αναφέρεται στη μόρφωση ή που συντελεί σε αυτήν παρέχοντας γνώσεις
μορφωτικό ίδρυμα, μορφωτικό επίπεδο

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία