Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονοήμερος η μονοήμερη το μονοήμερο
      γενική του μονοήμερου της μονοήμερης του μονοήμερου
    αιτιατική τον μονοήμερο τη μονοήμερη το μονοήμερο
     κλητική μονοήμερε μονοήμερη μονοήμερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονοήμεροι οι μονοήμερες τα μονοήμερα
      γενική των μονοήμερων των μονοήμερων των μονοήμερων
    αιτιατική τους μονοήμερους τις μονοήμερες τα μονοήμερα
     κλητική μονοήμεροι μονοήμερες μονοήμερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονοήμερος < μονο- + ημέρ(α) + -ος[1]

  Επίθετο επεξεργασία

μονοήμερος, -η, -ο

  • που διαρκεί μια μέρα
    ※  Το τελευταίο ταξίδι μ’ αυτό το τρενάκι ο Ορέστης το έκανε τον Μάιο του 1971, όταν τους πήγαν με το σχολείο μονοήμερη εκδρομή στις Μηλιές. (Κώστας Ακρίβος (2001) Πέντε δρόμοι, μία ρότα, ένα Αίνιγμα)

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία