Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μολύνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μολύνω, σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική pollute

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈmo.lin.si/

  Ρήμα επεξεργασία

μολύνω (παθητική φωνή: μολύνομαι)

  1. (βιολογία) εισάγω σε ένα ζωντανό οργανισμό παθογόνους μικροοργανισμούς
  2. (συνεκδοχικά) ρυπαίνω
  3. (μεταφορικά) προκαλώ αλλοίωση σε ηθικό ή πνευματικό επίπεδο

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία