Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /miˈɾa.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μοι‐ρά‐ζο‐μαι

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

μοιράζομαι

  • παθητική φωνή του ρήματος μοιράζω
    1. παθητικές σημασίες του μοιράζω
    2. εγώ και κάποιος άλλος παίρνουμε μερίδιο από το ίδιο πράγμα
      Η οικογένεια μοιράστηκε με τον ξένο το φτωχικό φαγητό.
    3. (μεταφορικά) έχω με κάποιον άλλον κοινές εμπειρίες
      Εμείς οι δυο μοιραστήκαμε τα ίδια βάσανα και τις ίδιες ελπίδες.

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία