Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μισανθρωπία οι μισανθρωπίες
      γενική της μισανθρωπίας των μισανθρωπιών
    αιτιατική τη μισανθρωπία τις μισανθρωπίες
     κλητική μισανθρωπία μισανθρωπίες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μισανθρωπία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μισανθρωπία[1] < μῖσος + ἄνθρωπος. Συγχρονικά αναλύεται σε μισ- (< μισώ) + άνθρωπ(ος) + -ία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mi.san.θɾoˈpi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μι‐σαν‐θρω‐πί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μισανθρωπία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία