Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μινωικός η μινωική το μινωικό
      γενική του μινωικού της μινωικής του μινωικού
    αιτιατική τον μινωικό τη μινωική το μινωικό
     κλητική μινωικέ μινωική μινωικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μινωικοί οι μινωικές τα μινωικά
      γενική των μινωικών των μινωικών των μινωικών
    αιτιατική τους μινωικούς τις μινωικές τα μινωικά
     κλητική μινωικοί μινωικές μινωικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μινωικός < Μίνωας

  Επίθετο επεξεργασία

μινωικός

  1. που αφορά την μινωική εποχή - όρος που αποδίδεται στον αρχαιολόγο της Κρήτης Evans
  2. που αφορά τους Μίνωες, τους κατοίκους της αρχαίας Κρήτης

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία