Δείτε επίσης: μικρόβιος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μικρόβιο τα μικρόβια
      γενική του μικροβίου
μικρόβιου
των μικροβίων
    αιτιατική το μικρόβιο τα μικρόβια
     κλητική μικρόβιο μικρόβια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικρόβιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική microbe < αρχαία ελληνική μικρός + βίος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /miˈkɾo.vi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μι‐κρό‐βι‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μικρόβιο ουδέτερο

  1. (βιολογία) μονοκύτταρος μικροοργανισμός με μέγεθος μικρότερο από 0,1mm, ορατός μόνο με μικροσκόπιο
  2. (μεταφορικά, μειωτικό, οικείο) μικρόσωμος άνθρωπος που δεν τον υπολογίζουν

Συγγενικά επεξεργασία

Υπώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία