μιγαδικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μιγαδικός αρσενικό
- ο συσχετιζόμενος με τους μιγάδες
- (μαθηματικά) αριθμός που έχει πραγματικό και φανταστικό μέρος
Επίθετο επεξεργασία
μιγαδικός
- μ(ε)ικτός
Δείτε επίσης : μιγάδας, μιγάς |
μιγαδικός αρσενικό
μιγαδικός