Δείτε επίσης: μιγάδας, μιγάς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μιγαδικός η μιγαδική το μιγαδικό
      γενική του μιγαδικού της μιγαδικής του μιγαδικού
    αιτιατική τον μιγαδικό τη μιγαδική το μιγαδικό
     κλητική μιγαδικέ μιγαδική μιγαδικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μιγαδικοί οι μιγαδικές τα μιγαδικά
      γενική των μιγαδικών των μιγαδικών των μιγαδικών
    αιτιατική τους μιγαδικούς τις μιγαδικές τα μιγαδικά
     κλητική μιγαδικοί μιγαδικές μιγαδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μιγαδικός < μιγάς < μείγνυμι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μιγαδικός αρσενικό

  1. ο συσχετιζόμενος με τους μιγάδες
  2. (μαθηματικά) αριθμός που έχει πραγματικό και φανταστικό μέρος

  Επίθετο επεξεργασία

μιγαδικός

  • μ(ε)ικτός

  Μεταφράσεις επεξεργασία