μι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μι < αρχαία ελληνική μῦ
- μι < mi (νότα)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μι ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μι ουδέτερο άκλιτο
η χρωματική κλίμακα επεξεργασία
ντο ή C | ντο# ή C# | ρε ή D | ρε# ή D# | μι ή E | φα ή F | φα# ή F# | σολ ή G | σολ# ή G# | λα ή A | λα# ή A# | σι ή B |