Δείτε επίσης: μηνάω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μηνύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μηνύω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /miˈni.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μη‐νύ‐ω
τονικό παρώνυμο: μίνιο
παρώνυμο: μηνάω

  Ρήμα επεξεργασία

μηνύω, αόρ.: μήνυσα, παθ.φωνή: μηνύομαι, π.αόρ.: μηνύθηκα

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μηνύω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

μηνύω

  1. αποκαλύπτω
  2. γνωστοποιώ, κάνω κάτι γνωστό σε άλλους, δηλώνω
  3. (νομικός όρος, στην Αθήνα) κάνω καταγγελία εναντίον κάποιου

Συγγενικά επεξεργασία

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Πηγές επεξεργασία