Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Επίρρημα επεξεργασία

μετόπισθε και μετόπισθεν

  1. πίσω, στη δεύτερη γραμμή (σε στρατιωτικά συμφραζόμενα)
  2. (χρονικά) μετά, αργότερα