Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

μετρητών ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. γενική πληθυντικού του μετρητά

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

μετρητών

  1. γενική πληθυντικού του μετρητός
  2. γενική πληθυντικού του μετρητή
  3. γενική πληθυντικού του μετρητό