Δείτε επίσης: Μετεωρίτης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μετεωρίτης οι μετεωρίτες
      γενική του μετεωρίτη των μετεωριτών
    αιτιατική τον μετεωρίτη τους μετεωρίτες
     κλητική μετεωρίτη μετεωρίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετεωρίτης < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) γαλλική météorite < météore < αρχαία ελληνική μετέωρος + -ίτης
 
Θραύσμα μετεωρίτη σε μουσείο της Κίνας.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μετεωρίτης αρσενικό

  1. (αστρονομία) ένα ουράνιο σώμα το οποίο πέφτει στην επιφάνεια της Γης χωρίς να διαλυθεί στην ατμόσφαιρα
  2. (σε επιθετική λειτουργία) ο Μετεωρίτης, από τα Μετέωρα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία