Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η μεταφορέας οι μεταφορείς
      γενική του
του/της
μεταφορέα
μεταφορέως
των μεταφορέων
    αιτιατική τον/τη μεταφορέα τους/τις μεταφορείς
     κλητική μεταφορέα μεταφορείς
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταφορέας < (καθαρεύουσα) μεταφορεύς < μεταφορά + -εύς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεταφορέας αρσενικό ή θηλυκό

  1. άνθρωπος, οργανισμός, υλικό ή πρόγραμμα που μεταφέρει οτιδήποτε
  2. (επάγγελμα) ο αχθοφόρος, ο κουβαλητής

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία