Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετακίνηση οι μετακινήσεις
      γενική της μετακίνησης* των μετακινήσεων
    αιτιατική τη μετακίνηση τις μετακινήσεις
     κλητική μετακίνηση μετακινήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μετακινήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετακίνηση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μετακίνηση θηλυκό

  • η αλλαγή από μία θέση σε άλλη
    η μετακίνηση των ψηφοφόρων προς άλλα κόμματα...
  • η μετάβαση από έναν τόπο σε άλλον
    μετ' εμποδίων οι μετακινήσεις με τον Ηλεκτρικό...

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία