Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταδοτικός η μεταδοτική το μεταδοτικό
      γενική του μεταδοτικού της μεταδοτικής του μεταδοτικού
    αιτιατική τον μεταδοτικό τη μεταδοτική το μεταδοτικό
     κλητική μεταδοτικέ μεταδοτική μεταδοτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταδοτικοί οι μεταδοτικές τα μεταδοτικά
      γενική των μεταδοτικών των μεταδοτικών των μεταδοτικών
    αιτιατική τους μεταδοτικούς τις μεταδοτικές τα μεταδοτικά
     κλητική μεταδοτικοί μεταδοτικές μεταδοτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταδοτικός < μεταδίδω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.ta.ðo.tiˈkos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /me.ta.ðo.tiˈci/ θηλυκό
ΔΦΑ : /me.ta.ðo.tiˈko/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

μεταδοτικός

  1. (ασθένεια) που μπορεί να μεταδοθεί από άτομο που νοσεί σε ένα άλλο υγιές
     συνώνυμα: κολλητικός
  2. που εύκολα μεταδίδεται
  3. (πρόσωπο) που μεταδίδει εύκολα και κατανοητά τις γνώσεις του στους άλλους

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία