Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  μεταδίδωμι   μεταδίδομαι 
Παρατατικός  μετεδίδουν   μετεδιδόμην 
Μέλλοντας  μεταδώσω   μεταδώσομαι & μεταδοθήσομαι 
Αόριστος  μετέδωκα   μετεδόμην & μετεδόθην 
Παρακείμενος  μεταδέδωκα   μεταδέδομαι 
Υπερσυντέλικος  μετεδεδώκειν   μετεδεδόμην 
Συντελ.Μέλλ.  μεταδεδωκώς ἔσομαι   μεταδεδομένος ἔσομαι 

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταδίδωμι < μετα- + δίδωμι

  Ρήμα επεξεργασία

μεταδίδωμι

  1. δίνω ένα μέρος από ένα σύνολο, δίνω μερίδιο
  2. δίνω μετά

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία