Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταγλώσσα οι μεταγλώσσες
      γενική της μεταγλώσσας των μεταγλωσσών
    αιτιατική τη μεταγλώσσα τις μεταγλώσσες
     κλητική μεταγλώσσα μεταγλώσσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταγλώσσα < μετα- + γλώσσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεταγλώσσα θηλυκό

  1. (γλωσσολογία) το σύνολο των όρων που δημιουργήθηκαν για να περιγράψουν τη γλώσσα
  2. (πληροφορική) η γλώσσα που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε μια γλώσσα προγραμματισμού

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία