Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταβολή οι μεταβολές
      γενική της μεταβολής των μεταβολών
    αιτιατική τη μεταβολή τις μεταβολές
     κλητική μεταβολή μεταβολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταβολή < αρχαία ελληνική μεταβολή

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.ta.voˈli/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεταβολή θηλυκό

 συνώνυμα: αλλαγή, μετατροπή, τροποποίηση
έκανε μεταβολή και βγήκε από την αίθουσα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία