Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετέχω < αρχαία ελληνική μετέχω < μετά + ἔχω

  Ρήμα επεξεργασία

μετέχω

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία