Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεσημεριάτικος η μεσημεριάτικη το μεσημεριάτικο
      γενική του μεσημεριάτικου της μεσημεριάτικης του μεσημεριάτικου
    αιτιατική τον μεσημεριάτικο τη μεσημεριάτικη το μεσημεριάτικο
     κλητική μεσημεριάτικε μεσημεριάτικη μεσημεριάτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεσημεριάτικοι οι μεσημεριάτικες τα μεσημεριάτικα
      γενική των μεσημεριάτικων των μεσημεριάτικων των μεσημεριάτικων
    αιτιατική τους μεσημεριάτικους τις μεσημεριάτικες τα μεσημεριάτικα
     κλητική μεσημεριάτικοι μεσημεριάτικες μεσημεριάτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεσημεριάτικος < μεσημέρι + -ιάτικος[1]

  Επίθετο επεξεργασία

μεσημεριάτικος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία