Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μελόδραμα τα μελοδράματα
      γενική του μελοδράματος των μελοδραμάτων
    αιτιατική το μελόδραμα τα μελοδράματα
     κλητική μελόδραμα μελοδράματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μελόδραμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική mélodrame < mélo- + drame < αρχαία ελληνική μέλος + δρᾶμα (< δράω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /meˈlo.ðɾa.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐λό‐δρα‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μελόδραμα ουδέτερο

  1. (μουσική, θέατρο) η όπερα
  2. (κατ’ επέκταση) το «θέατρο» που παίζει κάποιος, η ψεύτικη και προσποιητή συμπεριφορά και αντίδραση σε κάτι

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία