Δείτε επίσης: μελῳδία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μελωδία οι μελωδίες
      γενική της μελωδίας των μελωδιών
    αιτιατική τη μελωδία τις μελωδίες
     κλητική μελωδία μελωδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μελωδία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μελῳδία (χορωδιακό άσμα) & λόγιο ενδογενές δάνειο: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική mélodie[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.loˈði.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐λω‐δί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μελωδία θηλυκό

  1. (μουσική) οι διαδοχικοί ήχοι που συγκροτούν μια μουσική φράση, μια μουσική ιδέα
    → δείτε και τις λέξεις θέμα και ρεφρέν
  2. αρμονική και γλυκόηχη σύνθεση, γλυκός ήχος
  3. (μεταφορικά) υπέροχο συναίσθημα ή κατάσταση που προκαλείται από κάτι (φυσικό ή εγκεφαλικό)

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις μέλος, ωδή και ᾄδω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία