Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μελετάω < μελετ(ώ) (< αρχαία ελληνική μελετῶ, συνηρημένος τύπος του μελετάω) + νεοελληνικό επίθημα -άω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.leˈta.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐λε‐τά‐ω

  Ρήμα επεξεργασία

μελετάω/μελετώ, αόρ.: μελέτησα, παθ.φωνή: μελετιέμαι/μελετώμαι, π.αόρ.: μελετήθηκα, μτχ.π.π.: μελετημένος

  1. διαβάζω κάτι με μεγάλη προσοχή και για πολλή ώρα, με σκοπό να αποκτήσω καινούριες γνώσεις ή να παραγάγω ένα πνευματικό έργο
    • (για μαθητή, σπουδαστή) ασχολούμαι με τις σχολικές υποχρεώσεις μου, προετοιμάζομαι για μια εξέταση
  2. (κυρίως για το μελετώ, μελετώμαι) εξετάζω κάτι με μεγάλη προσοχή
    Μελετάται νέο σχέδιο επέκτασης του λιμένα. Θα έχει εκπονηθεί σε ένα μήνα.
  3. (λαϊκότροπο) αναφέρω στην κουβέντα κάποιον ή κάτι
    Καλώς τον! Σε μελετάγαμε μόλις τώρα.
  4. (κατ’ επέκταση) σκέφτομαι ή αναφέρομαι γενικά σε κάτι
    Άσ' τα αυτά. Τι τα θέλεις και τα μελετάς;

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μελετάω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

μελετάω

  1. φροντίζω, μεριμνώ
  2. δίνω προσοχή
  3. ασκούμαι, εξασκούμαι, γυμνάζομαι
  4. επαγγέλλομαι (κάτι)
  5. ασχολούμαι συστηματικά (με κάτι)

Κλίση επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Πηγές επεξεργασία