Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μειωμένος η μειωμένη το μειωμένο
      γενική του μειωμένου της μειωμένης του μειωμένου
    αιτιατική τον μειωμένο τη μειωμένη το μειωμένο
     κλητική μειωμένε μειωμένη μειωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μειωμένοι οι μειωμένες τα μειωμένα
      γενική των μειωμένων των μειωμένων των μειωμένων
    αιτιατική τους μειωμένους τις μειωμένες τα μειωμένα
     κλητική μειωμένοι μειωμένες μειωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μειωμένος < λείπει η ετυμολογία

  Μετοχή επεξεργασία

μειωμένος, -η, -ο

  1. περιορισμένος
  2. ταπεινωμένος, προσβεβλημένος

  Μεταφράσεις επεξεργασία