Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μειονέκτημα τα μειονεκτήματα
      γενική του μειονεκτήματος των μειονεκτημάτων
    αιτιατική το μειονέκτημα τα μειονεκτήματα
     κλητική μειονέκτημα μειονεκτήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μειονέκτημα < (ελληνιστική κοινήμειονέκτημα < αρχαία ελληνική μειονεκτέω / μειονεκτῶ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mi.oˈne.kti.ma/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μειονέκτημα ουδέτερο

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία