μεθοδικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεθοδικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
μεθοδικός -ή -ό
- που δουλεύει με μέθοδο, ακολουθεί ένα σχεδιασμό στη δουλειά του με προσεκτικά επιλεγμένα βήματα
- μεθοδικός άνθρωπος
- που γίνεται ακολουθώντας μία μέθοδο
- μεθοδική δουλειά
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεθοδικός