μεγάλωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεγάλωμα < μεγαλώνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεγάλωμα ουδέτερο (δόκιμο στον ενικό)
- η ανάπτυξη ενός παιδιού
- η ανάπτυξη ενός φυτού
- (λαϊκότροπο) η ανάπτυξη μιας επιχείρησης
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεγάλωμα