μείρομαι
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μείρομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)mer- (μοιράζω, παραχωρώ, αναθέτω)
Ρήμα επεξεργασία
μείρομαι (αποθετικό ρήμα)
- παίρνω μερίδιο, συμμετέχω
Κλιτικοί τύποι επεξεργασία
Εύχρηστο στους εξής τύπους:
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
μετοχές:
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- μείρομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μείρομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.