μαχητής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μαχητής | οι | μαχητές |
γενική | του | μαχητή | των | μαχητών |
αιτιατική | τον | μαχητή | τους | μαχητές |
κλητική | μαχητή | μαχητές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαχητής < αρχαία ελληνική μαχητής < μάχη + -τής
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαχητής αρσενικό μαχήτρια θηλυκό
- ο αγωνιστής
- ο πολεμιστής
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαχητής (γεν. τοῦ μαχητοῦ) στην αιολική μαχαίτας, στη δωρική μαχατάς
- που πολεμάει με γενναιότητα, ο αγωνιστής, ο ανδρείος
- μικρός μέν ἔην δέμας ἀλλά μαχητής : μικρός στο σώμα (μικρόσωμος) αλλά ανδρείος (Ιλιάδα, 5.801)
- με χρήση επιθέτου: ο πολεμικός, ο μαχητικός