μαυροσκούφης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαυροσκούφης αρσενικό
- (στρατιωτική αργκό) στρατιώτης τεθωρακισμένων
- ↪ το αγόρι μου είναι στους μαυροσκούφηδες στον Αυλώνα
- → και δείτε τη λέξη αρματιστής (επίσημο)
- (πτηνό) το πτηνό Sylvia atricapilla
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαυροσκούφης