Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαστιχόδεντρο τα μαστιχόδεντρα
      γενική του μαστιχόδεντρου των μαστιχόδεντρων
    αιτιατική το μαστιχόδεντρο τα μαστιχόδεντρα
     κλητική μαστιχόδεντρο μαστιχόδεντρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαστιχόδεντρο < μαστίχα + δέντρο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαστιχόδεντρο ουδέτερο

  • (φυτό) αειθαλής θάμνος ή μικρό δέντρο (λατινικό όνομα Pistacia lentiscus) με πολύ μικρά κόκκινα άνθη και μικρούς σφαιρικούς κόκκινους ή μαύρους καρπούς· από την ποικιλία Pistacia lentiscus var. Chia βγαίνει η ρητίνη μαστίχα

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία