Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαστιγοφόρος η μαστιγοφόρα το μαστιγοφόρο
      γενική του μαστιγοφόρου της μαστιγοφόρας του μαστιγοφόρου
    αιτιατική τον μαστιγοφόρο τη μαστιγοφόρα το μαστιγοφόρο
     κλητική μαστιγοφόρε μαστιγοφόρα μαστιγοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαστιγοφόροι οι μαστιγοφόρες τα μαστιγοφόρα
      γενική των μαστιγοφόρων των μαστιγοφόρων των μαστιγοφόρων
    αιτιατική τους μαστιγοφόρους τις μαστιγοφόρες τα μαστιγοφόρα
     κλητική μαστιγοφόροι μαστιγοφόρες μαστιγοφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαστιγοφόρος < αρχαία ελληνική μαστιγοφόρος < μάστιγ(ος) + -ο- + -φόρος (< φέρω)

  Επίθετο επεξεργασία

μαστιγοφόρος, -α, -ο

  • που κρατάει μαστίγιο (ως όπλο για την επιβολή της τάξης)

  Μεταφράσεις επεξεργασία