Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαρούλι τα μαρούλια
      γενική του μαρουλιού των μαρουλιών
    αιτιατική το μαρούλι τα μαρούλια
     κλητική μαρούλι μαρούλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ένα μαρούλι.

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαρούλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαρούλιν < ελληνιστική κοινή μαρούλιον < λατινική *amarulus < amarus

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /maˈɾu.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐ρού‐λι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαρούλι ουδέτερο

  1. (φυτό, λαχανικό) ετήσιο, ποώδες λαχανικό γρήγορης ανάπτυξης - είδος: Λακτούκη η ήμερη (Lactuca sativa), της οικογένειας Compositae (Σύνθετα)
  2. σαλάτα από το παραπάνω λαχανικό

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία