μαρκαδοράκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαρκαδοράκι | τα | μαρκαδοράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μαρκαδοράκι | τα | μαρκαδοράκια |
κλητική | μαρκαδοράκι | μαρκαδοράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαρκαδοράκι < μαρκαδόρος + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαρκαδοράκι ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαρκαδοράκι
|